- λούτσος
- Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Εsox, της οικογένειας των εσοκιδών, της τάξης των κλουπεομόρφων. Κυριότερος αντιπρόσωπος είναι το είδος Εsox lucius. Το σώμα του καλύπτεται ολόκληρο από λεπτά λέπια και είναι επίμηκες, με μέγιστο μήκος τα 1,3 μ. και βάρος τα 30 κιλά. Το στόμα του είναι ευρύ και φέρει οξεία δόντια, καμπύλα προς τα μέσα, που είναι εμφυτευμένα στα σαγόνια και στον ουρανίσκο. Ο λ. είναι αδηφάγο ψάρι· τρέφεται με μικρά ψάρια, καρκινοειδή, πουλιά ή μικρά θηλαστικά. Ονομάζεται και σκυλόψαρο ή λύκος των γλυκών νερών. Ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης και των βόρειων περιοχών της Ασίας και της Αμερικής. Αλιεύεται σε μεγάλη κλίμακα για το νόστιμο κρέας του, αλλά τα αβγά του είναι δηλητηριώδη. Το ψάρι αυτό συναντάται επίσης στις λίμνες της Βόρειας Ελλάδας, αλλά με αρκετά μικρότερες διαστάσεις, και φέρει την ονομασία τούρνα. Στην Αμερική είναι διαδεδομένα διάφορα είδη λ., το μεγαλύτερο από τα οποία, ο Εsox masquinongy, μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 1,80 μ. Στην Ελλάδα λ. καλείται συνήθως η σφύραινα.
O λούτσος (esox lucius), από τα πιο αδηφάγα ψάρια, ονομάζεται και σκυλόψαρο ή λύκος των γλυκών νερών· ζει στα εσωτερικά νερά όλης σχεδόν της Ευρώπης και των βόρειων ζωνών της Ασίας και της Αμερικής.
* * *οκοινή ονομασία τού περκόμορφου τελεόστεου ιχθύος sphyraena.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. luzzo < λατ. lucius].
Dictionary of Greek. 2013.